μεγαλεπίβολος

μεγαλεπίβολος
μεγᾰλ-επίβολος, ον,
A attempting great objects, Plb.15.37.1, D.S.1.19: μεγαλεπήβολος is v.l., cf. Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλεπίβολος — attempting great objects masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεπιβολώτατα — μεγαλεπίβολος attempting great objects adverbial superl μεγαλεπίβολος attempting great objects neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεπίβολον — μεγαλεπίβολος attempting great objects masc/fem acc sg μεγαλεπίβολος attempting great objects neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεπιβόλῳ — μεγαλεπίβολος attempting great objects masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους …   Dictionary of Greek

  • ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”